- παλαιώνω
- βλ. παλιώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιώνω — και παλαιώνω (ΑΜ παλαιῶ, όω) [παλιός / παλαιός] καθιστώ κάτι παλιό νεοελλ. 1. γίνομαι παλιός 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από τον χρόνο («πάλιωσαν τα παπούτσια μου») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαλαιωμένος, η, ο αυτός που ίσχυσε στο παρελθόν … Dictionary of Greek